ἀμείψει

ἀμείψει
ἄμειψις
exchange
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀμείψεϊ , ἄμειψις
exchange
fem dat sg (epic)
ἄμειψις
exchange
fem dat sg (attic ionic)
ἀμείβω
change
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀμείβω
change
fut ind mid 2nd sg
ἀμείβω
change
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βρίσκω — βρήκα, έθηκα 1. ανακαλύπτω κάτι που αναζητώ και ήταν χαμένο: Βρήκα το πορτοφόλι μου. 2. κρίνω, νομίζω: Βρίσκεις ότι αυτό είναι σωστό; 3. κληρονομώ κάτι: Ό,τι έχει ταβρήκε απ το θείο του. 4. σοφίζομαι, επινοώ: Βρίσκει πάντα τρόπο και ξεφεύγει. 5.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”